δραγουμάνος

δραγουμάνος
και δραγομάνος, ο (Μ δραγουμάνος και δραγομάνος)
διερμηνέας
νεοελλ.
φρ. «μέγας δραγουμάνος» — τιμητικό αξίωμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δραγομάνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δραγουμάνος — ο (λ. ιταλ.), διερμηνέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαυρογένης — Επώνυμο επιφανούς οικογένειας από τις Κυκλάδες, η ακμή της οποίας τοποθετείται στα μέσα του 18ου αι. Πολλά μέλη της υπηρέτησαν τους Τούρκους και διορίστηκαν σε ανώτερα αξιώματα. 1. Αλέξανδρος (τέλη 19ου – αρχές 20ού αι.). Γιος του Σπυρίδωνα (11.) …   Dictionary of Greek

  • Μαυροκορδάτος — I Επώνυμο οικογένειας λόγιων και πολιτικών, με βυζαντινή καταγωγή. 1. Αλέξανδρος (1791 – 1865). Γιος του Νικολάου (11.), αγωνιστής του 1821, πολιτικός και διακεκριμένος διπλωμάτης. Βλ. λ. Μαυροκορδάτος, Αλέξανδρος. 2. Αλέξανδρος ο εξ απορρήτων… …   Dictionary of Greek

  • DRAGOMANNUS seu DRAGUMANNUS — DRAGOMANNUS, seu DRAGUMANNUS vox quâ medii aevii Scriptores Graecanicum vocabulum Δραγούμανος, quod Interpretem linguarum Exoticarum notat, ἑρμηνέα γλωςςῶν, Paulo dictum 1 Cor. c. 12. v. 10. efferunt; Michael Dragumanus, in Charta Rogerii Duc.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δραγομάνος — ο (Μ δραγομάνος) βλ. δραγουμάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. dragomanno < (αραβ.) tarqoman, ή < (βενετ.) dragoman] …   Dictionary of Greek

  • καρατζάς — I Επώνυμο φαναριώτικης οικογένειας, πολλά μέλη της οποίας διακρίθηκαν ως αξιωματούχοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το όνομα Κ. –που στα τουρκικά σημαίνει μαυριδερός– αναφέρθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 15ου… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • ντραγουμάνος — ο βλ. δραγουμάνος …   Dictionary of Greek

  • Αργυρόπουλος, Ιάκωβος — (Κωνσταντινούπολη 1774 – Αθήνα 1850). Λόγιος, διπλωμάτης και δραγουμάνος του τουρκικού στόλου. Γνώριζε πολλές ξένες γλώσσες μεταξύ των οποίων την αραβική, την περσική και την τουρκική. Διετέλεσε γραμματέας του οικουμενικού πατριαρχείου. Μετά τον… …   Dictionary of Greek

  • Καλλιμάχης — Επώνυμο φαναριώτικης οικογένειας λογίων και ηγεμόνων της Μολδαβίας. 1. Αλέξανδρος (1737 – Κλαυδιούπολη 1821). Γιος του Ιωάννη (βλ. 3.). Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία και εργάστηκε στο υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας έως το 1785, οπότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”